- κοπρεαῖος
- κοπρεαῖοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπρεαίος — κοπρεαίος, ο (Α) (ως υβριστικός χαρακτηρισμός) βρομερός, αηδής, σιχαμένος, κοπρίτης («ὁ δ ἤδη τὴν θύραν ἐπεῑχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι). Η κατάλ. εαίος είναι επινόηση τού Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek